αντίποδας

αντίποδας
ο (πληθ. αντίποδες, οι) (Α ἀντίπους, -ουν, πληθ. ἀντίποδες, οι)
δύο σημεία της Γης που βρίσκονται σε αντιδιαμετρικές θέσεις
νεοελλ.
μτφ. ο εντελώς διαφορετικός, αντίθετος με κάποιον άλλο
αρχ.
1. αυτός που έχει τα πόδια στραμμένα αντίθετα προς τα πόδια άλλου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀντίποδες
οι κάτοικοι των τόπων που βρίσκονται στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο της υδρογείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντίποδας — ἀντίπους with the feet opposite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζενίθ — (Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αντίπους — ἀντίπους, ουν (Α) βλ. αντίποδας …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • λυσίνη — η 1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο 2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα… …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μαννιτόλη — η (βιοχ.) πολυαλκοόλη τής οποίας ο δεξιόστροφος αντίποδας, δηλαδή η D μανιτόλη, απαντά σε πολλά φυτά και ιδίως στο μάννα, από όπου προέρχεται και η ονομασία της …   Dictionary of Greek

  • προλίνη — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία τού πυρρολιδινο 2 καρβοξυλικού οξέος, τού οποίου ο αριστερόστροφος αντίποδας, η L προλίνη, είναι αμινοξύ και συστατικό όλων τών πρωτεϊνών που έχουν μελετηθεί ώς τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Prolin <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”